πρόσλοιπον

πρόσλοιπον
πρόσλοιπος
left over and above
masc/fem acc sg
πρόσλοιπος
left over and above
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πρόσλοιπος — ον, Α·1. αυτός που υπολείπεται, που απομένει ως υπόλοιπο 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ πρόσλοιπα τα κατακάθια, η υποστάθμη 3. φρ. «εἰς τὸ πρόσλοιπον» (με χρον. σημ.) στο μέλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + λοιπός (πρβλ. υπό λοιπος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”